φυσητός

φυσητός
-ή, -ό
αυτός που είναι κατεργασμένος με φύσημα, που μπορεί να κατασκευαστεί με φύσημα, που επιδέχεται φύσημα: Φυσητό γυαλί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσητός — ή, ό / φυσητός, ή, όν, ΝΜΑ [φυσῶ] αυτός που έχει κατασκευαστεί με φύσημα (α. «φυσητό γυαλί» β. «ὕελος φυσητή», Ηρόδ. Ιατρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυσητόν αντικείμενο με το οποίο φυσούν τη φωτιά …   Dictionary of Greek

  • φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροφύσητος — και αγεροφύσητος, η, ο ο αεροφυσημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *φυσητός < φυσώ] …   Dictionary of Greek

  • περιφύσητος — ον, Α αυτός που δέχεται ισχυρό φύσημα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φυσητός (< φυσῶ)] …   Dictionary of Greek

  • φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”